φιλαλειπτώ

φιλαλειπτώ
-έω, Α
(για αθλητή) μού αρέσει να αλείφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -αλειπτῶ < ἀλείπτης «αυτός που αλείφει τους αθλητές με λάδι» (< ἀλείφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”